τροπαιοφόρε

τροπαιοφόρε
τροπαιοφόρος
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τροπαιοφόρος — α, ο / τροπαιοφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που έχει τρόπαια, νικητής («Νίκη χρυσῆ τροπαιοφόρος», Διόδ.) μσν. προσωνυμία τών χριστιανών που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους στον Ιησού Χριστό αρχ. 1. (για θεό) αυτός που παρέχει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”